ον

ον
το
όντος (ουδ. μτχ. του αρχαίου ρήματος ειμί), ως ουσ., αυτό που υπάρχει, που έχει ζωή, υπόσταση: Ο κόσμος των όντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”